πολυσακχαρίτης

πολυσακχαρίτης
ο, Ν
(βιοχ.) μορφή με την οποία απαντούν στη φύση οι περισσότεροι υδατάνθρακες οι οποίοι μπορεί να έχουν δομή είτε διακλαδισμένη είτε γραμμική είτε και συνδυασμό τών δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polysaccharide (< πολυ-* + σακχαρίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεξτράνη — Πολυσακχαρίτης, πολυμερής της γλυκόζης, που σχηματίζεται από μικροοργανισμούς του γένους leuconostocmesenteroides, όταν επιδράσουν στο καλαμοσάκχαρο. Έχει μεγάλο μοριακό βάρος (μπορεί να φτάσει τα 10 εκατ.), μοριακό τύπο (C6H10O5)n και, όταν… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… …   Dictionary of Greek

  • γλυκογόνο — Υδρογονάνθρακας αποταμιευτικός που βρίσκεται στους ζωικούς οργανισμούς. Όπως το άμυλο, το γ. είναι ένας πολυσακχαρίτης που σχηματίζεται με απλή ένωση μονάδων γλυκόζης, αλλά οι δύο αυτές ουσίες διαφέρουν κατά τη φυσική δομή του μορίου τους. Το… …   Dictionary of Greek

  • ινουλίνη — Αποταμιευτικός πολυσακχαρίτης, που συναντάται σε ορισμένα φυτά, όπως στο ρίζωμα της ντάλιας, της γλυκοπατάτας, του κιχωρίου κ.ά. Έχει τη μορφή λευκής σκόνης, είναι διαλυτή στο βραστό νερό και δεν δίνει χρωματική αντίδραση με το ιώδιο, σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

  • λαμιναρίνη — η (βιοχ.) πολυσακχαρίτης που απαντά σε διάφορα φαιοφύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laminarin < νεολατ. laminaria (< λατ. lamina + κατάλ. aria) + κατάλ. in] …   Dictionary of Greek

  • ξυλάνη — η (βιοχ.) πολυσακχαρίτης τού οποίου κυριότερη δομική υπομονάδα είναι ο μονοσακχαρίτης ξυλόξη και που αποτελεί συστατικό τής ημικυτταρίνης και απαντά σε πολλούς φυτικούς οργανισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylan (< ξύλο)] …   Dictionary of Greek

  • πολυγαλακτουρονάνη — η, Ν (βιοχ.) πολυσακχαρίτης που αποτελείται από συνδεδεμένα μεταξύ τους γαλακτουρονικά υπολείμματα και είναι συστατικό τών φυτικών κυτταρικών τοιχωμάτων …   Dictionary of Greek

  • πολυοζίδη — και πολυοσίδη, η, Ν χημ. πολυσακχαρίτης που σχηματίζεται από μεγάλο αριθμό μορίων μονοσακχαριτών με απόσπαση αντίστοιχων μορίων νερού …   Dictionary of Greek

  • φουκοζάνη — η, Ν (βιοχ.) πολυσακχαρίτης που αποτελείται από μονάδες φουκόζης και απαντά σε κυστίδια στα κύτταρα τών φαιοφυκών, όπου μπορεί πιθανώς να αποτελεί αποταμιευτικό πολυσακχαρίτη ή απεκκριτικό προϊόν τού μεταβολισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fucosan] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”