δεξτράνη — Πολυσακχαρίτης, πολυμερής της γλυκόζης, που σχηματίζεται από μικροοργανισμούς του γένους leuconostocmesenteroides, όταν επιδράσουν στο καλαμοσάκχαρο. Έχει μεγάλο μοριακό βάρος (μπορεί να φτάσει τα 10 εκατ.), μοριακό τύπο (C6H10O5)n και, όταν… … Dictionary of Greek
κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… … Dictionary of Greek
γλυκογόνο — Υδρογονάνθρακας αποταμιευτικός που βρίσκεται στους ζωικούς οργανισμούς. Όπως το άμυλο, το γ. είναι ένας πολυσακχαρίτης που σχηματίζεται με απλή ένωση μονάδων γλυκόζης, αλλά οι δύο αυτές ουσίες διαφέρουν κατά τη φυσική δομή του μορίου τους. Το… … Dictionary of Greek
ινουλίνη — Αποταμιευτικός πολυσακχαρίτης, που συναντάται σε ορισμένα φυτά, όπως στο ρίζωμα της ντάλιας, της γλυκοπατάτας, του κιχωρίου κ.ά. Έχει τη μορφή λευκής σκόνης, είναι διαλυτή στο βραστό νερό και δεν δίνει χρωματική αντίδραση με το ιώδιο, σε αντίθεση … Dictionary of Greek
λαμιναρίνη — η (βιοχ.) πολυσακχαρίτης που απαντά σε διάφορα φαιοφύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laminarin < νεολατ. laminaria (< λατ. lamina + κατάλ. aria) + κατάλ. in] … Dictionary of Greek
ξυλάνη — η (βιοχ.) πολυσακχαρίτης τού οποίου κυριότερη δομική υπομονάδα είναι ο μονοσακχαρίτης ξυλόξη και που αποτελεί συστατικό τής ημικυτταρίνης και απαντά σε πολλούς φυτικούς οργανισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylan (< ξύλο)] … Dictionary of Greek
πολυγαλακτουρονάνη — η, Ν (βιοχ.) πολυσακχαρίτης που αποτελείται από συνδεδεμένα μεταξύ τους γαλακτουρονικά υπολείμματα και είναι συστατικό τών φυτικών κυτταρικών τοιχωμάτων … Dictionary of Greek
πολυοζίδη — και πολυοσίδη, η, Ν χημ. πολυσακχαρίτης που σχηματίζεται από μεγάλο αριθμό μορίων μονοσακχαριτών με απόσπαση αντίστοιχων μορίων νερού … Dictionary of Greek
φουκοζάνη — η, Ν (βιοχ.) πολυσακχαρίτης που αποτελείται από μονάδες φουκόζης και απαντά σε κυστίδια στα κύτταρα τών φαιοφυκών, όπου μπορεί πιθανώς να αποτελεί αποταμιευτικό πολυσακχαρίτη ή απεκκριτικό προϊόν τού μεταβολισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fucosan] … Dictionary of Greek